άγρευση

άγρευση
η
κυνήγι, αναζήτηση, μάζεμα: Πήγε στα χωριά για άγρευση ψήφων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άγρευση — η (Α ἄγρευσις) [ἀγρεύω] νεοελλ. Ναυτ. (κν. πεσκάρισμα ή ντράγκα) η αναζήτηση και ανέλκυση αντικειμένων που έχουν βυθιστεί στον βόρβορο τού βυθού τής θάλασσας και δεν εξέχουν από τον πυθμένα, όπως στην περίπτωση αποκοπής τής αλυσίδας τής άγκυρας,… …   Dictionary of Greek

  • ἀγρεύσῃ — ἀγρεύσηι , ἄγρευσις catching fem dat sg (epic) ἀγρέω take pres part act fem dat sg (epic ionic) ἀγρεύω take by hunting aor subj mid 2nd sg ἀγρεύω take by hunting aor subj act 3rd sg ἀγρεύω take by hunting fut ind mid 2nd sg ἀ̱γρεύσῃ , ἀγρεύω take …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρεύσηι — ἄγρευσις catching fem dat sg (epic) ἀγρεύσῃ , ἀγρέω take pres part act fem dat sg (epic ionic) ἀγρεύσῃ , ἀγρεύω take by hunting aor subj mid 2nd sg ἀγρεύσῃ , ἀγρεύω take by hunting aor subj act 3rd sg ἀγρεύσῃ , ἀγρεύω take by hunting fut ind mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλωση — η (AM ἅλωσις) εκπόρθηση, κατάκτηση, κατάληψη, καταστροφή νεοελλ. (ειδικότερα) η Άλωση η άλωση τής Κωνσταντινουπόλεως μσν. (για πρόσωπα) σύλληψη, αιχμαλωσία αρχ. 1. (για ζώα) άγρευση, σύλληψη 2. τα μέσα για την εκπόρθηση μιας πόλης 3. (ως νομικός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”